- έρημος
- έρημος, -η, -ο και έρμος, -η, -ο1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη.2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά.3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο φόβος φυλάει τα έρμα.4. αυτός που προκαλεί το συναίσθημα της ερημιάς, της δυστυχίας, της απομόνωσης: Τα έρημα τα ξένα ν' ανάψουν να καούν (δημοτ. στίχ.).5. το θηλ. ως ουσ., έρημος έκταση γης ακατοίκητη, χωρίς νερό και βλάστηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.